- ῥυπαρά
- ῥυπαρόςfilthyneut nom/voc/acc plῥυπαρά̱ , ῥυπαρόςfilthyfem nom/voc/acc dualῥυπαρά̱ , ῥυπαρόςfilthyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥυπαρᾷ — ῥυπαρός filthy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαράν — ῥυπαρά̱ν , ῥυπαρός filthy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαράς — ῥυπαρά̱ς , ῥυπαρός filthy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
καταμιαίνω — (AM) 1. μολύνω, μιαίνω εντελώς, καταρρυπαίνω 2. παθ. καταμιαίνομαι φορώ ρυπαρά ιμάτια ως σημείο θλίψης ή πένθους … Dictionary of Greek
μιαρογένης — μιαρογένης, ες (Μ) αυτός που έχει βρόμικα, ρυπαρά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + γένης (< γένι), πρβλ. μαυρο γένης] … Dictionary of Greek
μολυνοπραγμονούμαι — μολυνοπραγμονοῡμαι, έομαι (Α) ανακατεύομαι σε ρυπαρά, βρομερά, αηδή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολυν τού μολύνω + πραγμονῶ οῦμαι (< πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. κακο πραγμονώ, πολυ πραγμονώ] … Dictionary of Greek
ρυπαροφόρος — ον, Μ αυτός που φορά ρυπαρά, βρόμικα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φόρος*] … Dictionary of Greek